κένταυρος

κένταυρος
I
(Αστρον.). Ένας από τους μεγαλύτερους και λαμπρότερους αστερισμούς του νοτίου ημισφαιρίου. Μέρος του αστερισμού αυτού φαίνεται από την Ελλάδα, όταν περνά από τον μεσημβρινό. Αποτελείται συνολικά από 148 αστέρια, ορατά με γυμνό μάτι. Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, ο αστερισμός αυτός εικονίζει τον κένταυρο Χείρωνα. Από τα 148 αστέρια του ξεχωρίζουν δύο απλανείς πρώτου μεγέθους, γνωστοί ως α και β του Κ. Ο α, με τη βοήθεια τηλεσκοπίου, αναλύεται σε δύο αστέρια, που ολοκληρώνουν την περιστροφή τους γύρω από το κοινό κέντρο βάρους του συστήματος σε περίπου 80 χρόνια. Πολύ κοντά στον αστέρα του α του Κ. βρίσκεται ένας αμυδρός αστέρας, αόρατος με γυμνό μάτι, που ονομάζεται εγγύτατος του Κ. Ο Κ. είναι ο πλησιέστερος αστέρας προς τον Ήλιο. Διεθνώς ονομάζεται Centaurus και συμβολίζεται Cen.
II
Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 700 μ., 2.313 κάτ.) του νομού Ξάνθης. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, στις βορειοδυτικές πλαγιές της ομώνυμης κορυφής, 26 χλμ. ΒΑ της πόλης της Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μύκης.
* * *
ο (Α κένταυρος)
1. μυθ. διφυές μυθικό ον που ήταν άνθρωπος από τη μέση και πάνω και άλογο από τη μέση και κάτω
2. αστρον. ονομασία αστερισμού τού νότιου ημισφαιρίου
αρχ.
1. παιδεραστής
2. κωμ. τα αιδοία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έχει συνδεθεί με το αρχ. ινδ. Gandharva, ονομασία κάποιου μυθικού όντος, και με το λατ. februus «καθάρσιος, αγνιστικός», συνδέσεις που δεν φαίνονται να ευσταθούν. Επιχειρήθηκε επίσης η ερμηνεία του ως συνθέτου με το ρ. κεντώ ως α' συνθετικό και διάφορες εκδοχές για το β': -αυρος < αὔρα με σημ. «αέρας» ή και «νερό», πρβλ. ἄν-αυρος «ορεινός χείμαρρος», ή από ένα υποθετικό *auro- με σημ. «άλογο». Πρόκειται για εικασίες, που δεν αποκλείουν τη μη ΙΕ προέλευση τής λ.
ΠΑΡ. κενταύρ(ε)ιον
αρχ.
κενταύρειος, κενταυρίδης, κενταυρίη, κενταυρικός, κενταυρίς.
ΣΥΝΘ. κενταυρομαχία
αρχ.
κενταυρόμορφος, κενταυροπληθής, κενταυροφόνος
αρχ.-μσν.
κενταυροκτόνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Κένταυρος — brigands masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κένταυρος — Sp Keñtavras Ap Κένταυρος/Kentavros L ŠR Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Κένταυρος — ο τέρας της μυθολογίας που ήταν μισός άλογο και μισός άνθρωπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Νέσσος — Κένταυρος. Τον σκότωσε ο Ηρακλής επειδή είχε επιχειρήσει να απαγάγει τη σύζυγό του Δηιάνειρα. «Ο Κένταυρος Νέσσος παλεύει με τον Ηρακλή», γλυπτό της ελληνιστικής περιόδου (Πινακοθήκη Φλωρεντίας) …   Dictionary of Greek

  • Φόλος — Κένταυρος, γιος του Σειληνού και μιας από τις νύμφες. Ήταν αγαθός και φιλόξενος. Κάποτε υποδέχτηκε τον Ηρακλή, που περνούσε από εκεί, και άνοιξε γι’ αυτόν ένα πιθάρι με παλιό κρασί. Ήταν τόση η ευωδιά του κρασιού αυτού, ώστε μαζεύτηκαν γρήγορα… …   Dictionary of Greek

  • Κενταύροιο — Κένταυρος brigands masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κενταύροις — Κένταυρος brigands masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κενταύροισι — Κένταυρος brigands masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κενταύροισιν — Κένταυρος brigands masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κενταύρου — Κένταυρος brigands masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”